ύσγινο

ύσγινο
το / ὕσγινον, ΝΜΑ
φυτική βαφή κόκκινου χρώματος που λαμβάνεται από τους καρπούς τού φυτού ύσγη
νεοελλ.
το ζωηρό κόκκινο χρώμα
αρχ.
ένδυμα με ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγη + κατάλ. -ινον, ουδ. τής κατάλ. -ινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ύσγη — η / ὕσγη, ΝΜΑ το φυτό δρυς η πρίνος, από τους καρπούς τής οποίας εξάγεται η φυσική βαφή ύσγινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. γαλατικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ύσγινος — η, ο, Ν 1. υσγινοβαφής 2. φρ. «ύσγινο χρώμα» ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύσγη + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”